Μουσική απο όλον τον κόσμο για όλον τον κόσμο

Live mousiko katafigio

On Απριλίου 04, 2023 by k-proothisi advertises in , ,

 Η πάπρικα (paprika) είναι μπαχαρικό το οποίο γίνεται από τους αποξηραμένους δι' αέρος καρπούς της οικογένειας της πιπεριάς τσίλι, του είδους Καψικόν το ετήσιον (Capsicum annuum). Αν και η πάπρικα συχνά συνδέεται με την Ουγγρική κουζίνα, τα τσίλι από τα οποία γίνεται είναι εγγενή στο Νέο Κόσμο και εισήχθησαν στον Παλαιό Κόσμο από την Αμερική. Καταγόμενο από το κεντρικό Μεξικό, μεταφέρθηκε κατά τον 16ο αιώνα στην Ισπανία. Το καρύκευμα χρησιμοποιείται επίσης για να προστεθεί χρώμα και γεύση σε πολλούς τύπους πιάτων.



Τα φυτά φυτεύονται στην αρχή της άνοιξης, η δε συγκομιδή πραγματοποιείται το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Οι καρποί ξηραίνονται και κονιορτοποιούνται για να παραχθεί η πάπρικα. Η γεύση της πάπρικας ποικίλλει από γλυκιά έως δριμεία. Η πάπρικα περιέχει σάκχαρο και, σε σχέση με τα εσπεριδοειδή, είναι πλουσιότερη σε βιταμίνη C.[1] Η καψαϊκίνη είναι υπεύθυνη για την καυτερή της γεύση, ενώ η ελαιορρητίνη χρησιμοποιείται ως χρωστική σε διάφορα τρόφιμα (μεταξύ αυτών και τα λουκάνικα).[1]

Το εμπόριο της πάπρικας επεκτάθηκε από την Ιβηρία στην Αφρική και την Ασία[2] και τελικά έφτασε στην Κεντρική Ευρώπη μέσω των Βαλκανίων, στη συνέχεια, κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία, γεγονός το οποίο εξηγεί την Ουγγρική καταγωγή, του σύγχρονου Αγγλικού όρου. Στα Ισπανικά, η πάπρικα είναι γνωστή, από τον 16ο αιώνα, ως pimentón, όταν κατέστη ένα τυπικό συστατικό της δυτικής περιοχής της Εξτρεμαδούρα.[3] Παρά την παρουσία της στην Κεντρική Ευρώπη, από την αρχή των Οθωμανικών κατακτήσεων, αυτή δεν έγινε δημοφιλής στην Ουγγαρία, έως τα τέλη του 19ου αιώνα.[4]

Η πάπρικα μπορεί να κυμαίνεται από ήπια έως καυτερή και οι αρωματικές τις ουσίες, επίσης διαφέρουν από χώρα σε χώρα, αλλά σχεδόν όλα τα φυτά που καλλιεργούνται, παράγουν την γλυκιά ποικιλία.[5] Η γλυκιά πάπρικα ως επί το πλείστον αποτελείται από το περικάρπιο (pericarp),[Σημ. 1] με απομακρυσμένους περισσότερους από τους μισούς σπόρους, ενώ η καυτερή πιπεριά περιέχει μερικούς σπόρους, πλακούντες, κάλυκες και μίσχους.[3]

Ετυμολογία και ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φυτό που κάνει την Ουγγρική έκδοση του μπαχαρικού, είχε αναπτυχθεί από τους Τούρκους το 1529, στην Βούδα[6] (τώρα τμήμα της πρωτεύουσας της Ουγγαρίας, Βουδαπέστη). Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση της λέξης "πάπρικα" στα Αγγλικά, είναι από το 1896,[6] αν και μια παλαιότερη αναφορά στην Τουρκική πάπρικα, είχε δημοσιευθεί το 1831.[7] Η λέξη προέρχεται από την Ουγγρική λέξη paprika, υποκοριστικό της Σερβο-Κροατικής λέξης papar (που σημαίνει "πιπέρι"),[8] η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το Λατινικό piper ή το σύγχρονο Ελληνικό "πιπέρι".[6] Η λέξη paprika και οι παρόμοιες λέξεις peperke, piperke και paparka, χρησιμοποιούνται σε ποικίλες Σλαβικές γλώσσες των Βαλκανίων, για τις πιπεριές φούσκα.[3]

Η λέξη "πάπρικα", εισήλθε σε μεγάλο αριθμό γλωσσών, σε πολλές περιπτώσεις πιθανόν μέσω των Γερμανικών.[9] Οι Ευρωπαϊκές γλώσσες, χρησιμοποιούν μια παρόμοια λέξη, ενώ παραδείγματα από άλλες γλώσσες, περιλαμβάνουν την Ιαπωνική papurika.[9]

Έως τη δεκαετία του 1920, η πάπρικα της Κεντρικής Ευρώπης ήταν καυτερή, ώσπου ένας καλλιεργητής από το Σέγκεντ, βρήκε ένα φυτό το οποίο παρήγαγε γλυκούς καρπούς και κατόπιν το μπόλιασε στα άλλα φυτά.[5]

Χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πιπεριές πάπρικας στην Τανζανία.
Σκόνη πάπρικας.

Η πάπρικα παράγεται σε ποικίλες περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της Ουγγαρίας, ΣερβίαςΙσπανίας και ορισμένες περιοχές στις Ηνωμένες Πολιτείες.[10] Χρησιμοποιείται ως συστατικό, σε μια ευρεία ποικιλία εδεσμάτων, σε ολόκληρο τον κόσμο. Χρησιμοποιείται κυρίως για τον αρωματισμό και τον χρωματισμό ρυζιών, βραστών και σούπες, όπως γκούλας και στην προετοιμασία των λουκάνικων, όπου ως συστατικό, αναμειγνύεται με τα κρέατα και τα άλλα μπαχαρικά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πάπρικα συχνά πασπαλίζεται ως γαρνιτούρα, στα τρόφιμα, αλλά το άρωμα είναι αποτελεσματικότερο, όταν παράγεται με την απαλή θέρμανση του ελαίου.[11]

Η Ισπανική πάπρικα (pimentón), διατίθεται σε τρεις εκδόσεις – ήπια (pimentón dulce), μετρίως πικάντικη (pimentón agridulce) και πολύ πικάντικη (pimentón picante). Κάποιες Ισπανικές πάπρικες, συμπεριλαμβανομένης της Pimentón de la Vera, έχει μια ευδιάκριτη καπνιστή γεύση και άρωμα, καθώς ξηραίνεται δια του καπνού, χρησιμοποιώντας ξυλεία βελανιδιάς.[12]

Η Ουγγαρία είναι σημαντική πηγή της συνήθως χρησιμοποιούμενης πάπρικας. Διατίθεται σε βαθμούς (στην Αμερική), οι οποίοι κυμαίνονται ως εξής:

  • Ειδικής ποιότητας (különleges) η ηπιότερη, πολύ γλυκιά με ένα βαθύ έντονο ερυθρό χρώμα
  • Απαλή (csípősmentes csemege) – το χρώμα από ελαφρύ έως σκοτεινό ερυθρό, ήπια πάπρικα με πλούσια γεύση
  • Εξαιρετικά απαλή (csemegepaprika) – παρόμοια με την απαλή, αλλά πιο πικάντικη
  • Πικάντικη εξαιρετικά απαλή (csípős csemege, pikáns) – μια ακόμη πιο πικάντικη εκδοχή της απαλής
  • Ροζέ (rózsa) – χλωμού ερυθρού χρώματος με δυνατό άρωμα και ήπια πικάντικη γεύση
  • Ευγενής γλυκιά (édesnemes) – η συνηθέστερα εξαγόμενη πάπρικα· έντονου ερυθρού χρώματος και ελαφρώς πικάντικη
  • Ημί-γλυκια (félédes) – ένα μείγμα από ήπιες και πικάντικες πάπρικες· μέτριας πικάντικης γεύσης
  • Δυνατή (erős) – ανοικτού καστανού χρώματος, η πιο καυτερή πάπρικα[13]

Η Ουγγρική πάπρικα, καθορίζεται στις συνταγές συχνά, γιατί είναι μοναδική. Είναι έντονα ερυθρή και λέγεται ότι είναι πιο γλυκιά από την ίδια πάπρικα που καλλιεργείται σε άλλα εδάφη και κλίματα. Άλλοι τύποι πάπρικας έχουν την μοναδική τους θέση, γι 'αυτό, είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται το είδος της πάπρικας που καθορίζεται στις συνταγές (εάν ορίζεται), εκτός και αν χρησιμοποιείται σε μικρές ποσότητες. Στην "paprikash" (πηχτή σάλτσα πάπρικας, ένας συνδυασμός ζωμού κρέατος, πάπρικας και ξινής κρέμας), η πάπρικα χρησιμοποιείται με την κουταλιά της σούπας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, προτιμάται η Ουγγρική πάπρικα.

"Οι Ουγγρικές ποικιλίες είναι πιο εύρωστες και θεωρούνται ανώτερες. Οι Ισπανικές ποικιλίες είναι πιο γλυκιές και ηπιότερες. Τα περισσότερα τραπέζια στην Ουγγαρία, στρώνονται με αλατιέρες και πιπεριέρες καυτερής πάπρικας (όχι μαύρου πιπεριού). Μια συγκεκριμένη ποικιλία, η ροζέ, γνωστή για το γλυκό της άρωμα και το λαμπερό της χρώμα, είναι περιζήτητη πάνω από όλες τις άλλες. Οι Ουγγρικές γεωργικές αρχές, φυλάσσουν μετά μανίας τα φυτά και τους σπόρους τους και έχουν αφιερώσει διπλάσια έκταση στις πιπεριές, από οποιαδήποτε άλλη καλλιέργεια."[14]

"Λόγω του ευνοϊκού κλίματος και των γεωγραφικών συνθηκών, Η Ουγγρική πάπρικα έχει ένα έντονο κόκκινο χρώμα και μια χαρακτηριστική πλούσια γεύση που επέτρεψε στην Ουγγαρία να γίνει ένας από τους κορυφαίους παραγωγούς πάπρικας παγκοσμίως ... Η Κάλοτσα και η Σέγκεντ στο νότιο τμήμα της Ουγγαρίας είναι η καρδιά της παραγωγής πάπρικας στην Ουγγαρία. Οι περιφέρειες αυτές έχουν το υψηλότερο ποσοστό ηλιοφάνειας κατ' έτος και τα φυτά της πάπρικας, χρειάζονται πολλή ηλιοφάνεια, προκειμένου να γίνουν ώριμα και γλυκά."[15]

Η Ολλανδία είναι μια σημαντική πηγή παραγωγής και διανομής της πάπρικας, επίσης, ειδικά καλλιεργούμενης σε θερμοκήπια.

Στη Μαροκινή κουζίνα, η πάπρικα (tahmira), συνήθως βρίσκεται αυξανόμενη με την προσθήκη μιας μικρής ποσότητας ελαιολάδου, καθώς αναμειγνύεται σε αυτό.

Στην Ελληνική κουζίνα, η γλυκιά πάπρικα, συνήθως συνοδεύει το σουβλάκι.

Η πάπρικα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης με χέννα, για να φέρει μια ερυθρωπή απόχρωση στα μαλλιά όταν χρωματιστεί. Η σκόνη πάπρικας, όταν παρασκευάζεται στο σπίτι, μπορεί να προστεθεί σε σκόνη χέννας.

Το χρώμα της πάπρικας οφείλεται κατά κύριο λόγο στη ζεαξανθίνη (zeaxanthin).

On Απριλίου 04, 2023 by k-proothisi advertises in


 

On Μαρτίου 31, 2020 by k-proothisi advertises in , , ,
Απαρχές – κοινωνικό και μουσικό κλίμα
Οι απαρχές του ρεμπέτικου έχει προταθεί πως συνδέονται με τα τραγούδια των φυλακών. Η πρώτη αναφορά στα τραγούδια των φυλακών εντοπίζεται στα μέσα του 19ου αιώνα. Στα 1850 ο Γάλλος ευγενής Αππέρ επισκέφτηκε την Ελλάδα για να μελετήσει το πρόβλημα των οθωνικών φυλακών και αναφέρθηκε και στα τραγούδια που ακούγονταν σ' αυτές. Στα τραγούδια των φυλακών αναφέρθηκαν και άλλοι όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Δάφνης και ο Καρκαβίτσας ο οποίος επισκέπτεται το Μοριά το 1890 και καταγράφει το 1891 στο περιοδικό "Εστία" (περιοδικό που εξέδιδε ο Γ. Δροσίνης) αρκετά από αυτά.

Από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και μέχρι το 1880 περίπου , το ιταλικό μελόδραμα κυριαρχεί στην Αθήνα. Όλα τα «ελληνικά» τραγούδια της εποχής βασίζονταν πάνω σε μελωδίες από τις ιταλικές όπερες. Η πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία ελληνικού τραγουδιού ξεκινάει με την επτανησιακή καντάδα και το αθηναϊκό τραγούδι. Η επίδραση βέβαια του ιταλικού μελοδράματος είναι ευδιάκριτη αλλά αφομοιωμένη σε βαθμό που να μη παρουσιάζεται επιφανειακή.
Το 1871 ιδρύεται το Ωδείο Αθηνών και την ίδια χρονιά ανοίγει το πρώτο καφέ-σαντάν στην Αθήνα. Το 1873 ανοίγει το πρώτο καφέ-σαντούρ (από το 1886 τα καφέ-σαντούρ ονομάζονται καφέ-αμάν). Στα 1880 η Αθήνα είχε χωριστεί στα δύο. Από τη μια μεριά βρίσκονταν οι "εραστές της ασιάτιδος μούσης" και από την άλλη όσοι πίστευαν πως οι αμανέδες δεν είχαν τίποτε το ελληνικό. Συζητήσεις για την ανατολίτικη μουσική άνοιξαν πολλές. Έως το 1886 η Αθήνα θα έχει κατακλυστεί από καφέ αμάν. Η απόλυτη κυριαρχία του αμανέ θα κρατήσει δέκα χρόνια. Προς το τέλος του αιώνα παρατηρείται η παρακμή των καφέ-αμάν, η εμφάνιση του θεάτρου σκιών και της αθηναϊκής επιθεώρησης.
Με το τελευταίο αυτό θεατρικό είδος αναζωπυρώθηκε η αγάπη του κοινού για την ξένη μουσική. Η μουσική στις επιθεωρήσεις, εκτός ελαχίστων και χωρίς «επιτυχία» περιπτώσεων, ήταν πιστή αντιγραφή ξένων μελωδιών. Η επιτυχία της επιθεώρησης είναι τεράστια. Κυριαρχεί στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Το περιεχόμενο της επιθεώρησης αλλάζει μετά το 1922 και το κοινό στρέφεται αλλού.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή επανακάμπτουν για λίγο τα καφέ αμάν κυριαρχεί όμως η οπερέτα (από το 1916 μέχρι το 1928). Η μουσική της ήταν ελληνική και δεν είχε καμία σχέση ούτε με την επιθεώρηση ούτε με τα "αμανετζίδικα". Την δεκαετία του 1930 φθάνουν στο ζενίθ τους τα τραγούδια του κρασιού τα οποία είχαν αρχίσει να γράφονται τα πρώτα χρόνια της οπερέτας. Με την εμφάνιση της δισκογραφίας ο θεατρικός χώρος, που ήταν το μαζικότερο μέσο επικοινωνίας, χάνει έδαφος. Εκεί ίσως πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια της παρακμής της οπερέτας.
Τα μουσικά είδη που αναφέραμε, ρίζωναν σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Η ζωή στην Ελλάδα, κατά την περίοδο εκείνη, καθοριζόταν από παράγοντες όπως η εσωτερική και η εξωτερική μετανάστευση, ο διπλασιασμός του ελλαδικού εδάφους το 1912 και η Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Τα τραγούδια των προσφύγων, οι οποίοι προέκυψαν από την Μικρασιατική Καταστροφή, σε συνδυασμό με τα δημοτικά, τα νησιώτικα και τα μουσικά είδη που αναφέρθηκαν πιο πάνω αποτέλεσαν το υπόστρωμα που οδήγησε στην δημιουργία των ρεμπέτικων.
Τα ρεμπέτικα είναι κατεξοχήν τραγούδια των πόλεων και ιδιαίτερα των λιμανιών, όπως Σμύρνη, Πόλη, Σύρος, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς.
Περίοδοι του ρεμπέτικου
Μέχρι το 1938
Τα πρώτα ρεμπέτικα αναφέρονται κυρίως σε παραβατικές πράξεις και σε ερωτικές σχέσεις ενώ το κοινωνικό στοιχείο στην θεματική είναι περιορισμένο.Στην περίοδο αυτή κυριαρχεί το πειραιώτικο στυλ με κυριότερο εκφραστή τον Μάρκο Βαμβακάρη. Παράλληλα αρχίζουν να γράφουν ρεμπέτικα και οι Σμυρνιοί συνθέτες. Το 1937 εμφανίζεται ο Βασίλης Τσιτσάνης και περίπου την ίδια περίοδο και ο Μανόλης Χιώτης. Το 1936 λογοκρίνεται το τραγούδι του Τούντα "Βαρβάρα". Το 1937 επιβάλλεται από το καθεστώς του Μεταξά γενικευμένη λογοκρισία. Το περιεχόμενο αλλάζει αναγκαστικά. Οι αναφορές στο χασίσι, στους τεκέδες και στους ναργιλέδες εκλείπουν.
1938- περίπου 1960
Τραγούδια γράφονται και κατά τη διάρκεια της κατοχής δεν περνάνε όμως στη δισκογραφία γιατί τα εργοστάσια παραμένουν κλειστά μέχρι το 1946. Από τη στιγμή αυτή κυριαρχεί ο Βασίλης Τσιτσάνης μαζί με την Μαρίκα Νίνου, ο Μανόλης Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Οι περισσότεροι παλιοί ρεμπέτες μένουν όμως στο περιθώριο. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής πεθαίνουν αρκετοί από τους Σμυρνιούς συνθέτες (πχ. Παναγιώτης Τούντας), οι άλλοι όμως, του πειραιώτικου, είναι εν ζωή και με δυσκολία προσπαθούν να συντηρήσουν τους εαυτούς τους. Ο Μάρκος Βαμβακάρης αναφέρει στην αυτοβιογραφία του πως "έτρεχε στα νησιά και στα πανηγύρια". Στην δεκαετία του 1940 εμφανίζεται η Σωτηρία Μπέλλου ενώ στην δεκαετία του 1950 εμφανίζονται δύο πολύ σημαντικοί νέοι τραγουδιστές, ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.Το ρεμπέτικο βρίσκει απήχηση σε όλο και μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού.Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επεκταθεί η θεματολογία του (εμφάνιση αρχοντορεμπέτικων) και να αλλάξουν οι χώροι στους οποίους ακουγόταν. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 οι περισσότεροι ερευνητές τοποθετούν τον θάνατο του ρεμπέτικου.
1960 και μετά
Στη δεκαετία του 1960 νεκρανασταίνεται το ρεμπέτικο. Τα άρθρα που γράφτηκαν, οι φιλότιμες προσπάθειες αρκετών φοιτητών, ο κορεσμός του κόσμου από τα ινδικά, η ηχογράφηση του Επιτάφιου του Θεοδωράκη το 1960, είχαν ως αποτέλεσμα οι δισκογραφικές εταιρείες να αρχίσουν να ηχογραφούν εκ νέου ρεμπέτικα. Ηχογραφήθηκαν μερικά παλιά κυρίως με τις φωνές του Γρηγόρη Μπιθικώτση και της Σωτηρίας Μπέλλου. Ρεμπέτες όπως ο Μάρκος και ο Στράτος ξαναβρήκαν δουλειά στα μαγαζιά. Εν τω μεταξύ άρχισαν να διοργανώνονται ρεμπέτικες μουσικές βραδιές όπου ο κόσμος, κυρίως φοιτητές, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει παλιούς ρεμπέτες. Το 1961 ο Χριστιανόπουλος κυκλοφορεί ένα δοκίμιο και διεκδικεί γι' αυτό τον τριπλό τιμητικό τίτλο: της πρώτης ρεμπέτικης βιβλιογραφίας, της πρώτης ανθολογίας ρεμπέτικης στιχουργίας και, ως προς την ανατυπωμένη του μορφή, της πρώτης μονογραφίας επί του αντικειμένου. Το 1968 κυκλοφορεί το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου "Ρεμπέτικα Τραγούδια". Το βιβλίο που, μάλλον, καθιέρωσε τον όρο "ρεμπέτικα" για τα τραγούδια αυτά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 πεθαίνουν μερικοί από τους μεγαλύτερους ρεμπέτες (Στράτος 1971, Μάρκος 1972).Από τη στιγμή εκείνη αρχίζουν να δισκογραφούν οι περισσότεροι ρεμπέτες, εκδίδονται βιογραφίες (Βαμβακάρης 1973, Ροβερτάκης 1973, Ρούκουνας 1974, Τσιτσάνης 1979, Μουφλουζέλης 1979 κ.λ.π) και εμφανίζονται πολλές ρεμπέτικες κομπανίες. Ταυτόχρονα ιδρύονται κέντρα για την μελέτη του ρεμπέτικου τραγουδιού και οι πανεπιστημιακοί λαογράφοι αρχίζουν να το μνημονεύουν.Τη δεκαετία του 1980 γυρίζονται ταινίες (Ρεμπέτικο του Κ. Φέρρη με τραγούδια των οποίων η θεματολογία και η μουσική προσομοιάζουν σε αυτά των ρεμπέτικων.), τηλεοπτικές σειρές (Μινόρε της Αυγής), επιθεωρήσεις (Μινόρε της Αλλαγής). Το 1984 πεθαίνει ο Βασίλης Τσιτσάνης και η κηδεία του γίνεται δημοσία δαπάνη. Το ρεμπέτικο καταχωρίζεται ως έγκυρο μουσικό είδος σε έγκυρα διεθνή εγχειρίδια μουσικολογίας (The New Grove Dictionary of Music and Musicians, The New Oxford Companion to Music). Ιδρύονται μουσεία, διοργανώνονται συνέδρια, εγκρίνονται μεταπτυχιακές και διδακτορικές διατριβές. Μερικοί υποστηρίζουν πως το ρεμπέτικο πέθανε. Κάποιοι όμως λένε, πώς μπορεί να θεωρηθεί νεκρό ένα είδος τραγουδιού το οποίο τραγουδιέται ακόμη;
Με την περιοδολόγηση του ρεμπέτικου ασχολήθηκαν, μεταξύ άλλων, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Στάθης Δαμιανάκος, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Στάθης Gauntlett και οι ερευνητές του Κέντρου Έρευνας και Μελέτης Ρεμπέτικων Τραγουδιών.
Ζητήματα Έρευνας
Το 1947 στην εφημερίδα Ριζοσπάστης ξεκινά η δημοσίευση σειράς άρθρων σχετικά με το ρεμπέτικο. Στη σειρά αυτή, καθώς και στις επόμενες ερευνητικές απόπειρες, θίγονται ζητήματα σχετικά με την κοινωνική φυσιογνωμία και λειτουργία αλλά και με την αισθητική πρόσληψη του συγκεκριμένου μουσικού είδους.
Κοινωνικό πλαίσιο
Οι αρθρογράφοι προσπαθούν να οριοθετήσουν το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκε το ρεμπέτικο. Παραβατικός υπόκοσμος, λούμπεν, λούμπεν-προλεταριάτο, περιθώριο, στιγμιαίο πέρασμα από την παρανομία, προλεταριοποίηση της αγροτιάς, βίαιη αστικοποίηση είναι μερικές από τις αιτίες που προβάλλουν. Οι περισσότεροι πάντως ρεμπέτες δεν θεωρούσαν τα τραγούδια τους έκφραση του υπόκοσμου.
Χρονολόγηση
Η χρονολόγηση των απαρχών του ρεμπέτικου είναι ένα ακόμη δυσεπίλυτο ζήτημα. Μερικοί τοποθετούν την αρχή στο Βυζάντιο, άλλοι στα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ άλλοι στην περίοδο του μεσοπολέμου.
Μουσικά Όργανα-μπουζούκι-μουσικοί δρόμοι-Η πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι
Το ρεμπέτικο χρησιμοποίησε αρκετά όργανα. Το κυριότερο όμως όργανο ήταν το μπουζούκι. Για την ελληνικότητα του μπουζουκιού (και των μουσικών δρόμων που χρησιμοποιούνται στην σύνθεση των τραγουδιών) οι απόψεις των ερευνητών διίστανται. Όργανο που δεν είναι ελληνικό και μειωμένων δυνατοτήτων το χαρακτηρίζουν οι μεν, ελληνικό, η καταγωγή του οποίου χάνεται στην αρχαία Ελλάδα υποστηρίζουν πως είναι οι δε. Η πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι είναι ένα άλλο ζήτημα στο οποίο οι ερευνητές δεν έχουν καταλήξει.
Λαογραφική κατάταξη
Η λαογραφική κατάταξη του μουσικού είδους υπήρξε επίσης αιτία διαφωνίας για τους αρθρογράφους-ερευνητές. Δημοτικό, αστικό λαϊκό, αστικό δημοτικό. Αυτές είναι οι προτάσεις.
Ετυμολογία
Ένα ζήτημα που μένει άλυτο ακόμη μέχρι τις μέρες μας είναι η ετυμολογία της λέξης ρεμπέτης. Στην αρχή των σχετικών συζητήσεων δεν δόθηκε μεγάλο βάρος στην ετυμολογία. Αργότερα όμως προσπάθησαν να οριοθετήσουν το κοινωνικό πλαίσιο που δημιούργησε το ρεμπέτικο χρησιμοποιώντας την ετυμολογία. Η προσπάθεια δεν απέδωσε ικανοποιητικά.
Ο όρος ρεμπέτικα κουτσαβάκηδες
Για να αναφερθούμε σ' αυτά τα τραγούδια χρησιμοποιούμε τον όρο ρεμπέτικα. Ο όρος επικράτησε έναντι άλλων (καρίπικα, μάγκικα, μόρτικα κ.λ.π.)και εισήχθη σχετικά όψιμα. Πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε σε ετικέτες δίσκων για να περιγράψει τραγούδια αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους. Ακόμη και στα τραγούδια που σήμερα ονομάζουμε ρεμπέτικα οι λέξεις ρεμπέτης και ρεμπέτικα εμφανίζονται για πρώτη φορά περίπου το 1935. Σ' αυτό το σημείο να αναφέρουμε πως οι ρεαλιστές πεζογράφοι του ύστερου 19ου αιώνα περιγράφουν την περιθωριακή ζωή των πόλεων χρησιμοποιώντας, για τους χαρακτήρες τους, λέξεις όπως μάγκας, αλάνης, μόρτης, βλάμης, ασίκης, χασικλής όχι όμως και την λέξη ρεμπέτης. Αναφέρονται επίσης στους κουτσαβάκηδες, οι οποίοι έδρασαν το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και οι οποίοι τραγουδούσαν τραγούδια με στίχους δανεισμένους από τα δημοτικά τραγούδια. Οι ίδιοι στίχοι ηχογραφούνται αργότερα ως "ρεμπέτικοι".
Αισθητική - πολιτισμική αξία
Άλλο θέμα που απασχόλησε τους αρθρογράφους και ερευνητές είναι η πολιτισμική αξία του ρεμπέτικου. Και στο ζήτημα αυτό οι απόψεις διίστανται. "Φαινόμενο ξεπεσμού […] και συνεπώς δεν έχει τίποτε το κοινό με τον πολιτισμό" (Α. Παρίδης) υποστηρίζουν οι μεν, "το μεγάλο σόι το ρεμπέτικο […] είναι η μόνη απόδειξη πως έχουμε πολιτισμό" (Γ. Τσαρούχης) οι δε. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μάνου Χατζηδάκη ο οποίος με τη διάλεξη του 1949 επιβάλλει σε αρκετούς το ρεμπέτικο, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1970 τα βάζει με τους "ρεμπετολόγους". Τότε ανέφερε ότι το ρεμπέτικο ήταν "γραφικός ελάσσων μύθος του χθες, που δεν αξίζει την προσοχή που το αποδίδεται σήμερα". Τη στάση του Χατζηδάκη ακολούθησαν αργότερα και ο H. Πετρόπουλος και ο N. Χριστιανόπουλος.
Σχέση του ρεμπέτικου με το δημοτικό τραγούδι και την βυζαντινή μουσική συγγένεια της βυζαντινής με την ανατολική μουσική
Η σχέση του ρεμπέτικου με το δημοτικό τραγούδι και την βυζαντινή μουσική απασχόλησε επίσης τους αρθρογράφους και τους ερευνητές. Αρκετοί, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, θεωρούν πως στο ρεμπέτικο υπάρχουν στοιχεία από το δημοτικό τραγούδι και πως η μελωδική του γραμμή έχει πολλά κοινά με τους ήχους της βυζαντινής μουσικής. Άλλοι, όπως ο Β. Παπαδημητρίου, θεωρούν πως τα ρεμπέτικα χρησιμοποιούν κυρίως "ανατολίτικες σκάλες" και πως τα περισσότερα είναι γραμμένα στους ευρωπαϊκούς τρόπους (μινόρε-ματζόρε). Ένα ακόμη ζήτημα που απασχόλησε τους ερευνητές είναι η συγγένεια της βυζαντινής με την ανατολική μουσική. Ηχογραφήσεις ελληνικών τραγουδιών στις Η.Π.Α.- στην Σμύρνη και στην Πόλη-στην Θεσσαλονίκη Το 1896 γίνεται στην Νέα Υόρκη η πρώτη ηχογράφηση με ελληνικούς στίχους, από τον Μιχάλη Αραχτιντζή, από την εταιρεία BERLINER. Ηχογραφήσεις ελληνικών τραγουδιών, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα έγιναν και:
Πηγή: www.rebetiko.gr
On Ιανουαρίου 16, 2017 by k-proothisi advertises
Ο αριθμός «π» είναι μια μαθηματική σταθερά οριζόμενη ως ο λόγος της περιφέρειας προς τη διάμετρο ενός κύκλου, ενώ με ακρίβεια οκτώ δεκαδικών ψηφίων είναι ίση με 3,14159265. Εκφράζεται με το ελληνικό γράμμα «π» από τα μέσα του 18ου αιώνα, παρότι επίσης μερικές φορές γράφεται ως pi.
Ο «π» είναι ένας άρρητος αριθμός, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορεί να εκφραστεί ακριβώς ως λόγος δύο ακεραίων (όπως 22/7 ή άλλα κλάσματα που χρησιμοποιούνται συνήθως για την προσέγγιση του π)· κατά συνέπεια, η δεκαδική απεικόνιση δεν τελειώνει ποτέ και ποτέ δεν εγκαθίσταται σε μια μόνιμη και επαναλαμβανόμενη παράσταση.
Τα ψηφία φαίνεται να εμφανίζονται με τυχαία σειρά, αν και δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη κάποια απόδειξη για αυτό.
Ο «π» είναι ένας υπερβατικός αριθμός, δηλαδή δεν αποτελεί ρίζα ενός μη-μηδενικού πολυωνύμου με ρητούς συντελεστές. Αυτό έχει σαν συνέπεια ότι είναι αδύνατο να λυθεί το αρχαίο πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου με κανόνα και διαβήτη.
Άραγε, αυτός ο αριθμός μπορεί να έχει σχέση έχει με τη μουσική και πως θα ακουγόταν αν παιζόταν σε ένα πιάνο;
Δείτε το βίντεο του χρήστη του YouTube, aSongScout, και δείτε το αποτέλεσμα.
On Δεκεμβρίου 08, 2015 by k-proothisi advertises in
On Μαρτίου 09, 2014 by k-proothisi advertises
On Οκτωβρίου 21, 2013 by k-proothisi advertises in ,
On Σεπτεμβρίου 17, 2013 by k-proothisi advertises in
On Ιουνίου 20, 2013 by k-proothisi advertises in
On Απριλίου 12, 2013 by k-proothisi advertises in ,
On Μαρτίου 31, 2013 by k-proothisi advertises in
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΜΑΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Η ΗΡΕΜΙΑ ΤΟΥ.